Χειμώνας απο σίδερο

Tolis Aivalis
8 min readApr 3, 2021

Μπήκα και έμεινα αποσβολωμένος να κοιτώ τον μακρόστενο γκρι κτήριο γεμάτο σίδερα δεξιά, αριστερά, ακόμη και στο ταβάνι. Ξαφνικά εμφανίστηκαν 2 τύποι θηρία, τριπλάσιοι από μένα και στάθηκαν μπροστά μου.

- «είναι ψάρι;» ρώτησαν τον φύλακα..

Αυτός τους έγνεψε καταφατικά. Με άρπαξαν από τα χέρια και με κάθησαν μέσα σε ένα κελί που το είχαν κάνει αποθήκη. Ο ένας μου έπιασε τον κώλο άγαρμπα.

- «δεν λέει αυτός, πολύ αδύνατος» είπε με απογοήτευση

- «ξύρισε τον μόνο τότε» του είπε ο άλλος με εκνευρισμό

Με κούρεψαν γουλί άγαρμπα με μία μηχανή με σκουριά αφήνοντας μου 2 πληγές.

- «έτσι σπάνε τον τσαμπουκά στα ψάρια, στους νέους δηλαδή ντε» είπε ο φύλακας με ένα σαρδόνιο χαμόγελο λες και ήταν αστείο

- «μην ανησυχείς έτσι χάλια που είσαι τώρα δεν θα σε πηδήξει κανείς» χασκογέλασε ειρωνικά ξανά.

Ανέβηκα στο κελί μου συνοδεία ενός κοντού.

- «3ος όροφος, κελί 22, 11άρι» έλεγε δυνατά για να το θυμάται.

Εγώ και άλλοι 10 μαζί, στοιβαγμένοι σε 3πλά σιδερένια κρεβάτια. Ένα μακρόστενο δωμάτιο με μία κοινή εσωτερική τουαλέτα την οποία έκλειναν με ένα πανί γιατί δεν είχε πόρτα. Κάποια από τα παράθυρα δεν είχαν τζάμια, μόνο σίδερα. Επειδή ήταν χειμώνας είχαν βάλει τα αφρολέξ στρώματα των κρεβατιών ανάμεσα στα κάγκελα για να μην μπαίνει βροχή και κρύο και κοιμόντουσαν πάνω σε κουβέρτες πάνω στις λάμες του κρεβατιού. Έμεινα να κοιτώ το κελί με απορία. Νόμισα πως κάποιος μου κάνει πλάκα και όλο αυτό είναι ένα αστείο.

- «Δεν είναι αστείο έτσι είναι εδώ» με πρόλαβε ο Γρηγόρης του οποίου έλειπαν αρκετά δόντια από τα ναρκωτικά όπως έμαθα αργότερα.

- «Καλώς ήρθες στο Λουνα Παρκ» είπε γελώντας.

- «Θα βάλουν τζάμια αύριο γιατί μεθ’ αύριο έρχεται ο υπουργός για επιθεώρηση. Αλλά μετά θα έρθει και θα τα πάρει ο ‘Ντουλάπας’ ξανά δεν θα μείνουν. Άρα κοίτα να σε συμπαθήσει και να του τάξεις τίποτα για να αφήσει στο κρεβάτι σου το τζάμι στο παράθυρο. Ή κοιμήσου στο από κάτω που είναι άδειο να μην παγώσεις»

Δεν ρώτησα ποιόν έλεγαν ‘Ντουλάπα’ ούτε γιατί. Έτσι και αλλιώς δεν είχα δύναμη να διαπραγματευτώ τίποτα. Πριν προλάβω να παραπονεθώ για κάτι, έβλεπα σε κάθε γωνία κάτι χειρότερο και ξεχνούσα γρήγορα.

- «Γιατί είσαι εδώ;» τον ρώτησα.

- «έσφαξα τον πατέρα μου γιατί μας βαρούσε» μου είπε.

Δεν ρώτησα άλλα.

Έξω ήταν Χριστούγεννα. Το ξέραμε γιατί το κρύο μας θέριζε στα κελιά και στην είσοδο είχαν στήσει κάτι φωτάκια σε σχήμα δέντρου. Το βράδυ άκουγες να αντιλαλούν χριστουγεννιάτικα τραγούδια από κάποια ραδιόφωνα, μαζί με τον αέρα όταν δυνάμωνε και σφύριζε, και ταυτόχρονα άκουγες γάτες να ουρλιάζουν.

Μέσα ήταν άλλη μία μέρα με εγερτήριο στις 7. Ξυπνάς θες δεν θες από τον θόρυβο της σιδερένιας πόρτας που ανοίγει. Τα κελιά τα κλειδώνουν 10 το βράδυ και τα ανοίγουν 7 το πρωί. Όταν είναι 7 χτυπάει εγερτήριο (μία σειρήνα) και όλοι πετάγονται και τρέχουν για αναφορά έξω από το κελί στον διάδρομο με θέα τον εξώστη. Ο φύλακας ρωτάει ονόματα εσύ απαντάς. Κάποιοι βγαίνουν με κουβέρτες άρρωστοι με πυρετό, ίσα που στέκονται.

Μετά δεν πρέπει να ξαπλώσεις ξανά. Αν σε βρούνε να κοιμάσαι, φύλακες ή τα τσιράκια τους περνάς το βράδυ στα ‘κρύα’. Στα ‘κρύα’ πας αν τσακωθείς, αν κλέψεις φαγητό, αν βρίσεις κάποιον φύλακα.

- «Τι είναι τα κρύα» ρώτησα αφελώς λες και δεν ήξερα τι θα μου πούνε.

- «Είναι τα κελιά απομόνωσης στην άλλη άκρη. Τα λένε κρύα επειδή δεν έχουν καθόλου ταβάνι, έχουν μόνο κάγκελα για να μπαίνει η βροχή και το κρύο» μου είπε κάποιος που έδειχνε να τα έχει δει όλα εκεί μέσα.

- «Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησα γιατί δεν είχε ούτε ουλές, ούτε σπασμένα δόντια.

- «Νίκος» μου είπε κοφτά

- «Γιατί είσαι εδώ; Φαίνεσαι καλό παιδί» του είπα με αφέλεια

- «Οι κακοί είναι στην φυλακή» είπε γελώντας και μου εξήγησε «εγώ είμαι αντιρρησίας συνείδησης, δεν δέχτηκα να πάω στρατό, να πάρω όπλο. Γι’ αυτό»

- «Κάνεις φυλακή για αυτό; Στην Ελλάδα; Έχουμε 1990!», αναφώνησα λες και όλα τα άλλα εκεί μέσα ήταν φυσιολογικά

- «Κάνεις και γι’ αυτό..» μου είπε κοιτώντας έξω.

- «Τουλάχιστον εσύ δεν έκανες κάτι κακό και θα βγεις γρήγορα, δεν είσαι από τους επικίνδυνους» του είπα ξανά αφελώς.

- «Εγώ αγόρι μου έφαγα 4 χρονάκια επειδή είμαι αντιρρησίας. Τόσο τρως αν είσαι αντιρρησίας σε αυτό το μπουρδέλο κράτος. Αν δουλέψω μεροκάματα σε αγροτικές ίσως τα κάνω 3. Ίσως και 2… Βλέπεις σε αυτή την κωλο-χώρα το να αρνείσαι να πολεμάς είναι πιο επικίνδυνο από το να σφάζεις..»

Δεν ήξερα τι να του πω. Τέσσερα χρόνια είναι πάρα πολλά. Δεν ήξερα καν πως σε βάζουν φυλακή για αυτό.

- «Που σε έχουν εσένα» συνέχισα τις ερωτήσεις

- «Στον 3ο εδώ μαζί σας. Ευτυχώς δεν μας βάζουν κάτω με τους βαρυποινίτες. Ευτυχώς. Κάτω βάζουν τους φόνους και τους διαόλους» μου είπε.

Εκείνη την ώρα στο μεγάφωνο ακούστηκε «Φαγητόοο». Ο Νίκος με έπιασε από τον ώμο και μου ψιθύρισε,

- «Σε συμπάθησα φιλαράκι. Σε βλέπω καινούργιο και καλό παιδί. Αν θες μην φας σήμερα γιατί ο μάγειρας είχε κέφια και ‘έπαιζε’ μέσα στο φαγητό»

- «Δεν θα φάω τότε σε ευχαριστώ» του είπα γιατί κατάλαβα πως δεν σηκώνει άλλη απορία αυτό.

- «Είμαι νέος ακόμη εδώ και δεν συνήθισα να τρώω φράουλες με σαντιγί» του είπα προσπαθώντας να διασκεδάσω το χάλι εκεί μέσα και να τον κάνω να γελάσει γιατί τα μάτια του ήταν τόσο θλιμμένα. Δεν γέλασε όμως. Έφυγε.

Είκοσι μέρες μετά είδα πάλι τον Νίκο να κάθεται στο μοναδικό παράθυρο στο τέλος του διαδρόμου που έβλεπε προς τον δρόμο και να κοιτά τα αυτοκίνητα από μακριά. Ήταν φρεσκο-ξυρισμένος, φορούσε καλά ρούχα με εμφανή σημάδια από το δίπλωμα για πολύ καιρό σε κάποια βαλίτσα, φορούσε και άρωμα.

- «Περιμένω επισκεπτήριο, θα έρθει η κοπέλα μου να με δει! Είπε θα μου πει κάτι πολύ σημαντικό» είπε και τα μάτια του έλαμπαν αυτή την φορά.

Συνέχισε να κοιτά τον δρόμο καρφωμένος προσπαθώντας να αναγνωρίσει κάτι δικό του.

Πήγα να τηλεφωνήσω στους δικούς μου και εγώ. Ευτυχώς δεν περίμενα κάποια κοπέλα. Ήθελα μόνο να πάρω την μάνα μου να της πω πως είμαι καλά γιατί δεν είχαν νέα μου.

Υπήρχε ένα μόνο τηλέφωνο που δούλευε με κέρματα. Ήταν ανοιχτό για εμάς μόνο για 2 ώρες την ημέρα και είχε μία τεράστια ουρά από φυλακισμένους που περίμεναν να τηλεφωνήσουν. Με έπιασε πανικός.

«Δεν θα προλάβω να τηλεφωνήσω ποτέ!»

Όσο περιμέναμε ήρθε ένα βαρυποινίτης, ‘παλιός’ όπως ψιθύρισαν κάποιοι. Μας έκανε όλους στην άκρη χωρίς κουβέντα και προχώρησε μπροστά. Κάποιος καινούργιος λίγο μάγκας πήγε να του την πει, αλλά τον πήραν σηκωτό στην άκρη και του έκλεισαν το στόμα οι υπόλοιποι. Δεν τηλεφώνησα ποτέ.

Γύρισα πίσω 2 ώρες αργότερα και είδα τον Νίκο στον διάδρομο να κάθεται και να κοιτά ακόμη τον φύλακα κατάματα περιμένοντας κάτι. Το επισκεπτήριο είχε τελειώσει και οι άλλοι ήδη γυρνούσαν στα κελιά τους με σακούλες με φαγητά, με ραδιοφωνάκια, με μικρές τηλεοράσεις, με σοκολάτες, με περιοδικά με γυμνές, με κάλτσες, με μικρά μαξιλάρια ή κουβέρτες.

- «Ήρθε;;΄» τον ρώτησα χαμογελώντας του και αμέσως δαγκώθηκα

- «Όχι δεν μπόρεσε. Θα πάω αύριο να προσπαθήσω να της τηλεφωνήσω. Δεν ξέρω ούτε αν είναι καλά»

Τα μάτια του ήταν πάλι θλιμμένα και αυτή την φορά κενά.

- «Νομίζω δεν θα ξανάρθει» ψιθύρισε φεύγοντας.

Πέρασαν 20 μέρες και 20 νύχτες επίσης και τις μετρούσαμε όλες μία μία. Ακόμη και να ήθελες να μην μετράς κάποιος θα στο θύμιζε. Την 21η νύχτα δεν κοιμήθηκε κανείς μας εκεί.

Όταν έκλεισαν οι πόρτες άρχισαν τα ουρλιαχτά απ’ τον κάτω όροφο. Αυτή την φορά δεν ήταν γάτες όμως αλλά άνθρωπος.

- «Τι είναι οι φωνές; Χαρακίρι;» ρώτησα

Το χαρακίρι ήταν οι γραμμές που τραβούσαν στα χέρια τους οι φυλακισμένοι για κάθε νέο χρόνο που περνούσε. Έτσι οι άλλοι ξεχώριζαν ποιος είναι παλιός. Ήταν πρωτοχρονιά και σκέφτηκα πως ήταν η ώρα για τα χαρακίρια.

- «Όχι.. ήρθε ένας πιτσιρικάς που αναποδογύρισε το τζιπ του στρατηγού. Κάτι τέτοιους μικρούς που κάνουν μαλακίες στον στρατό τους στέλνουν μέσα για κράτηση για ένα σαββατοκύριακο το πολύ»

- «Μα καλά και τον έφεραν εδώ αυτό τον πιτσιρίκο μέσα στα θηρία;» ρώτησα

- «Ναι. Εδώ είναι και στρατιωτικές φυλακές. Φέρνουν όποιον έκανε κάτι ενώ ήταν στρατιώτης, είτε έσφαξε, είτε έκλεψε είτε είναι αντιρρησίας. Γι’ αυτό έφεραν τον Δημητροκάλη με τους σατανιστές” πετάχτηκε ο Νίκος

- «λένε πως στο κελί τους όλα αιωρούνται και αυτοί κάθε βράδυ βγαίνουν έξω κάπως μαγικά» είπε ο Γρηγόρης και συνέχισε «τυχεροί αυτοί δεν τους πειράζει κανείς ποτέ»

- «Γιατί ουρλιάζει ο πιτσιρικάς» ρώτησα με την γνωστή μου αφέλεια και η ατμόσφαιρα πάγωσε για λίγο

- «γιατί τον γαμάνε οι παλιοί» είπε ο Γρηγόρης, «..όταν έρχεται ένας νέος που είναι όμορφος τον βάζουν οι φύλακες στα 4άρια κελιά των παλιών για να γαμάνε οι παλιοί» συνέχισε

- «ΣΟΒΑΡΑ;;; οι φύλακες;;» ρώτησα ξανά αφελέστατα..

Μου χαμογέλασαν.

- «Οι φύλακες τον στέλνουν εκεί επίτηδες για να τα έχουν καλά με τα θηρία. Επίσης οι φύλακες τους πάνε την δόση τους και τους δίνουν τον έλεγχο και στα μεροκάματα, και τους βάζουν σε δυνατές θέσεις, και κάποιες χρονιές όταν είναι χαλαρά τα πράγματα φέρνουν την πρωτοχρονιά πουτάνες. Αλλά τώρα δεν έρχονται πια οι πουτάνες φοβούνται»

- «Μα καλά και τους δίνουν να πηδάνε ένα 18χρονο παιδάκι;»

- «Ναι. Είναι καλύτερα από τις γάτες» είπε κάποιος άλλος.

- «Γάτες;;;; Γι’ αυτό ουρλιάζουν τόσο καιρό οι γάτες;;»

- “Nαι γάτες. Τις βάζουν ανάποδα μέσα σε μία μπότα για να μην τους γρατζουνάνε και τις πηδάνε. Μετά από λίγο ψοφάνε όμως οπότε που και πού θέλουν ανθρώπινο κώλο» είπε ο Γρηγόρης και άρχισε να σφίγγεται το στομάχι μου

- «Όταν έχεις να πηδήξεις 25 χρόνια φιλαράκι όλα τα πηδάς» συνέχισε και η κουβέντα κόπηκε εκεί.

Την άλλη μέρα είδα τον μικρό. Ζήτημα να ήταν 17. Είχε παρουσιαστεί ως εθελοντής ο βλάκας. Τώρα καθόταν στον διάδρομο και έκλαιγε. Δεν μπορώ να βλέπω ένα αρσενικό να κλαίει για κανέναν λόγο. Αν πρέπει να κλαις, κλαις πάντα στα σκοτεινά ή μέσα σου. Ποτέ δημόσια. Του χαμογέλασα και του χτύπησα την πλάτη συνωμοτικά. Με κοίταξε.

Ο μικρός κάποτε θα γίνει άντρας, θα κάνει οικογένεια. θα τα έχει ξεχάσει όλα ή θα τα βλέπει στον ύπνο του τα βράδια μέχρι να ξεθωριάσουν τα όνειρά του;

Μία μέρα αργότερα ο μικρός έστησε καρτέρι και χτύπησε στο φαγητό έναν παλιό. Τον κάρφωσε στο μάτι με ένα πλαστικό πιρούνι. Τον μετέφεραν αμέσως στην Κέρκυρα πριν δικαστεί. Για να ζήσει είπαν.

Το ένα σαββατοκύριακο ποινής έγινε 35 χρόνια για φόνο. Ο άλλος πέθανε από αιμορραγία. Τον άφησαν να πεθάνει δηλαδή. Κανείς δεν φώναξε γιατρό. Και πού να βρεθεί γιατρός;

Πολλούς βόλεψε αυτό. Κάποιοι πήραν εκδίκηση μέσω του μικρού, κάποιοι πήραν το κελί του παλιού, κάποιοι την θέση του στα μεροκάματα και ο μικρός πήρε 35 χρόνια για φόνο εκ προμελέτης.

Πέρασε ο χειμώνας από σίδερο. Πέρασαν και άλλοι δύο χειμώνες.

Δύο χρόνια αργότερα είδα τον μικρό τυχαία στις αγροτικές φυλακές της Κασαβέτειας όπου με μετέφεραν. Εκεί μπορούσαμε να δουλέψουμε μεροκάματα κάνοντας αγροτικές αγγαρείες και να βγούμε νωρίτερα.

Είχε έρθει από Κέρκυρα ήταν τώρα ελεύθερος στα χωράφια, μάζευε τα σκατά από τα ζώα μαζί μου. Με την ελπίδα πως θα βγει στα 2/3 της ποινής του και δεν θα μεγαλώσει στα σίδερα. Είχε ήδη 2 χαρακίρια στα χέρια του. Του χαμογέλασα. Με κοίταξε κατάματα. Σταμάτησε την δουλειά και μου μίλησε.

- «Εσύ τότε που σε γνώρισα δεν είχες αυτή την χαρακιά πάνω από το αριστερό σου μάτι. Σωστά; Σε χάραξαν;»

O απότομος τρόπος του η ψυχρή ευθύτητά του και το επικίνδυνο γεγονός πως με θυμόταν τόσο καλά με πάγωσαν για λίγο και συνέχισα να δουλεύω. Τίποτα πια δεν θύμιζε εκείνον τον μικρό που έκλαιγε.

- «Σε χάραξαν; Λέγε!» επέμενε

Τον κοίταξα με πανικό. Με αναγνώρισε, με θυμόταν.

- «Ναι με χάραξαν ένα βράδυ πριν κλείσουν τα κελιά γιατί είχα υφακι και τους ενοχλούσα είπαν. Μας πρόλαβαν οι φύλακες όμως και δεν με τελείωσαν. Μετά με έραψε ο Νίκος που σπούδαζε κάποτε γιατρός και την γλύτωσα.»

- «Πόσα μετράς ακόμη εσύ; Εγώ μόνο 7 χρονάκια αν τα δουλέψω όλα μεροκάματα» με ρώτησε

- «Μόνο 2 ακόμη εγώ. 730 και σήμερα» του είπα κοφτά και γύρισα αμέσως στην δουλειά μου αποφεύγοντας τα πολλά.

Δεν μιλήσαμε ξανά.

Αποστόλης Αϊβαλής — 2001

Original post: https://www.facebook.com/notes/10223304658635330/

--

--